φιλοπευθής: Difference between revisions
From LSJ
ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;
(Bailly1_5) |
(45) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br />qui aime à savoir <i>ou</i> à questionner, curieux ; τὸ φιλοπευθές la curiosité.<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[πυνθάνομαι]]. | |btext=ής, ές :<br />qui aime à savoir <i>ou</i> à questionner, curieux ; τὸ φιλοπευθές la curiosité.<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[πυνθάνομαι]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές, ΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που του αρέσει να ρωτά<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[φιλομαθής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πευθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πεύθω]] «πληροφορούμαι»), <b>πρβλ.</b> <i>νεο</i>-<i>πευθής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:49, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A fond of inquiring, curious, φύσει φ. ἄνθρωπος S.E.M.1.42; τὸ φ. Plu.2.515f.
German (Pape)
[Seite 1283] ές, gern, oft fragend, fraglustig, neugierig; S. Emp. adv. gramm. 42; Nonn.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλοπευθής: -ές, ὁ ἀγαπῶν νὰ ἐρωτᾷ, περίεργος, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 1. 42· τὸ φ. Πλούτ. 2. 515F.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui aime à savoir ou à questionner, curieux ; τὸ φιλοπευθές la curiosité.
Étymologie: φίλος, πυνθάνομαι.
Greek Monolingual
-ές, ΜΑ
1. αυτός που του αρέσει να ρωτά
2. (κατ' επέκτ.) φιλομαθής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -πευθής (< πεύθω «πληροφορούμαι»), πρβλ. νεο-πευθής].