ὑπόλευκος: Difference between revisions
From LSJ
(6_18) |
(44) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπόλευκος''': -ον, ὀλίγον τι [[λευκός]], Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ γ΄, 1090, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 2, 11, κλπ. | |lstext='''ὑπόλευκος''': -ον, ὀλίγον τι [[λευκός]], Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ γ΄, 1090, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 2, 11, κλπ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο / [[ὑπόλευκος]], -ον, ΝΑ [[λευκός]]<br />ο [[σχεδόν]] [[λευκός]], [[ασπρειδερός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:49, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A whitish, Hp.Epid.3.14, Arist.HA526a11, Sor.2.85, etc.
German (Pape)
[Seite 1223] unten weiß, weißlich, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόλευκος: -ον, ὀλίγον τι λευκός, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ γ΄, 1090, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 2, 11, κλπ.
Greek Monolingual
-η, -ο / ὑπόλευκος, -ον, ΝΑ λευκός
ο σχεδόν λευκός, ασπρειδερός.