τᾶμον: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → keeping silence is not shameful; speaking at random is (Menander)

Source
(6_1)
(40)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τᾶμον''': (= τᾶμος, [[τῆμος]], [[σήμερον]]) καὶ τὰ ψαφίσματα τό τε ὑππρότας γενόμενον καὶ τὸ [[τᾶμον]] ὀγράψαντας ἐν στάλας λιθίας δύας Ἐπιγρ. Λαρίσης, Mitth. d. d. arch. Inst. VII, σ. 66, στ. 44.
|lstext='''τᾶμον''': (= τᾶμος, [[τῆμος]], [[σήμερον]]) καὶ τὰ ψαφίσματα τό τε ὑππρότας γενόμενον καὶ τὸ [[τᾶμον]] ὀγράψαντας ἐν στάλας λιθίας δύας Ἐπιγρ. Λαρίσης, Mitth. d. d. arch. Inst. VII, σ. 66, στ. 44.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br />([[θεσσαλικός]] τ.) <b>επίρρ.</b> [[σήμερα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[τῆμος]].
}}
}}

Revision as of 12:49, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾶμον Medium diacritics: τᾶμον Low diacritics: τάμον Capitals: ΤΑΜΟΝ
Transliteration A: tâmon Transliteration B: tamon Transliteration C: tamon Beta Code: ta=mon

English (LSJ)

Thess. Adv.

   A to-day, τὰ ψαφίσματα τό τε ὑππρὸ τᾶς γενόμενον καὶ τὸ τᾶμον yesterday's decree and to-day's, IG9(2).517.44 (Larissa, iii B.C.). (Perh. neut. of an Adj. Τᾶμος, cf. τῆμος 11.)

Greek (Liddell-Scott)

τᾶμον: (= τᾶμος, τῆμος, σήμερον) καὶ τὰ ψαφίσματα τό τε ὑππρότας γενόμενον καὶ τὸ τᾶμον ὀγράψαντας ἐν στάλας λιθίας δύας Ἐπιγρ. Λαρίσης, Mitth. d. d. arch. Inst. VII, σ. 66, στ. 44.

Greek Monolingual

Α
(θεσσαλικός τ.) επίρρ. σήμερα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. τῆμος.