φριμαγμός: Difference between revisions
From LSJ
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
(6_15) |
(45) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φρῐμαγμός''': ὁ, τὸ φριμάσσεσθαι, τὸ ἐκ τῶν μυκτήρων φυσᾶν, καὶ [[καθόλου]], πᾶσα [[κίνησις]] τῶν ζωηρῶν ἢ θυμοειδῶν ζῴων, ἰδίως τῶν ἵππων, Λυκόφρ. 244· τῶν αἰγῶν, [[Πολυδ]]. Ε΄, 88· πρβλ. τὸ ἑπομ. | |lstext='''φρῐμαγμός''': ὁ, τὸ φριμάσσεσθαι, τὸ ἐκ τῶν μυκτήρων φυσᾶν, καὶ [[καθόλου]], πᾶσα [[κίνησις]] τῶν ζωηρῶν ἢ θυμοειδῶν ζῴων, ἰδίως τῶν ἵππων, Λυκόφρ. 244· τῶν αἰγῶν, [[Πολυδ]]. Ε΄, 88· πρβλ. τὸ ἑπομ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, ΝΜΑ [[φριμάσσομαι]]<br />το [[φρίμασμα]]<br /><b>αρχ.</b><br />([[κατά]] τον Αμμών.) «[[φριμαγμός]]<br />ἡ τοῦ τράγου [[φωνή]]». | |||
}} | }} |
Revision as of 12:49, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A snorting, of any motions of rampant animals, of horses, Lyc.244; of goats, Poll.5.88, D.H.Comp.16 (pl.).
German (Pape)
[Seite 1306] ὁ, das Schnauben, übh. die heftigen, ungeduldigen Bewegungen oder Sprünge muthiger Thiere, bes. der Böcke, seltener der Pferde (Poll. 5, 82), von denen φρυαγμός das eigtl. Wort ist; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
φρῐμαγμός: ὁ, τὸ φριμάσσεσθαι, τὸ ἐκ τῶν μυκτήρων φυσᾶν, καὶ καθόλου, πᾶσα κίνησις τῶν ζωηρῶν ἢ θυμοειδῶν ζῴων, ἰδίως τῶν ἵππων, Λυκόφρ. 244· τῶν αἰγῶν, Πολυδ. Ε΄, 88· πρβλ. τὸ ἑπομ.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ φριμάσσομαι
το φρίμασμα
αρχ.
(κατά τον Αμμών.) «φριμαγμός
ἡ τοῦ τράγου φωνή».