τσέρκι: Difference between revisions

From LSJ

μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)

Source
(42)
(No difference)

Revision as of 12:50, 29 September 2017

Greek Monolingual

το, Ν
1. στεφάνη βαρελιού
2. κάθε ξύλινος ή μεταλλικός δακτύλιος που χρησιμεύει για στήριξη ή συγκράτηση
3. είδος παιχνιδιού, η κρικηλασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cerchio «κύκλος, στεφάνη»].