σφακώδης: Difference between revisions

From LSJ

Ὀργὴν ἑταίρου καὶ φίλου πειρῶ φέρειν → Toleres amici et comitis iracundiam → Ertrage nur des Freundes und Gefährten Zorn

Menander, Monostichoi, 442
(6_7)
(40)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''σφᾰκώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ἔχων ἄφθονον [[ἐλελίσφακον]], «σφακώδη κλιτύν· καθ’ ἣν ὁ [[σφάκος]] ἐφύετο. ἔστι δὲ ἄγριον φυτὸν» Ἡσύχ.
|lstext='''σφᾰκώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ἔχων ἄφθονον [[ἐλελίσφακον]], «σφακώδη κλιτύν· καθ’ ἣν ὁ [[σφάκος]] ἐφύετο. ἔστι δὲ ἄγριον φυτὸν» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=ῶδες, Α [[σφάκος]]<br />(για [[τόπο]]) αυτός στον οποίο φύεται με [[αφθονία]] η [[φασκομηλιά]].
}}
}}

Revision as of 12:50, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφᾰκώδης Medium diacritics: σφακώδης Low diacritics: σφακώδης Capitals: ΣΦΑΚΩΔΗΣ
Transliteration A: sphakṓdēs Transliteration B: sphakōdēs Transliteration C: sfakodis Beta Code: sfakw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A abounding in sage, κλ<ε>ιτύς Hsch. σφάλαξ, v σπάλαξ. σφαλάσσειν· τέμνειν, κεντεῖν, Id.

Greek (Liddell-Scott)

σφᾰκώδης: -ες, (εἶδος) ἔχων ἄφθονον ἐλελίσφακον, «σφακώδη κλιτύν· καθ’ ἣν ὁ σφάκος ἐφύετο. ἔστι δὲ ἄγριον φυτὸν» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ῶδες, Α σφάκος
(για τόπο) αυτός στον οποίο φύεται με αφθονία η φασκομηλιά.