σφακώδης: Difference between revisions
From LSJ
Ὀργὴν ἑταίρου καὶ φίλου πειρῶ φέρειν → Toleres amici et comitis iracundiam → Ertrage nur des Freundes und Gefährten Zorn
(6_7) |
(40) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σφᾰκώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ἔχων ἄφθονον [[ἐλελίσφακον]], «σφακώδη κλιτύν· καθ’ ἣν ὁ [[σφάκος]] ἐφύετο. ἔστι δὲ ἄγριον φυτὸν» Ἡσύχ. | |lstext='''σφᾰκώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ἔχων ἄφθονον [[ἐλελίσφακον]], «σφακώδη κλιτύν· καθ’ ἣν ὁ [[σφάκος]] ἐφύετο. ἔστι δὲ ἄγριον φυτὸν» Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ῶδες, Α [[σφάκος]]<br />(για [[τόπο]]) αυτός στον οποίο φύεται με [[αφθονία]] η [[φασκομηλιά]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:50, 29 September 2017
English (LSJ)
ες,
A abounding in sage, κλ<ε>ιτύς Hsch. σφάλαξ, v σπάλαξ. σφαλάσσειν· τέμνειν, κεντεῖν, Id.
Greek (Liddell-Scott)
σφᾰκώδης: -ες, (εἶδος) ἔχων ἄφθονον ἐλελίσφακον, «σφακώδη κλιτύν· καθ’ ἣν ὁ σφάκος ἐφύετο. ἔστι δὲ ἄγριον φυτὸν» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ῶδες, Α σφάκος
(για τόπο) αυτός στον οποίο φύεται με αφθονία η φασκομηλιά.