τιτώ: Difference between revisions
From LSJ
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
(6_20) |
(41) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τῑτώ''': -οῦς, ἡ, = [[ἡμέρα]], Καλλ. Ἀποσπ. 206· [[οὔπω]] τὸ τιτοῦς λαμπρὸν αὐγάζον [[φάος]] Λυκόφρ. 941. | |lstext='''τῑτώ''': -οῦς, ἡ, = [[ἡμέρα]], Καλλ. Ἀποσπ. 206· [[οὔπω]] τὸ τιτοῦς λαμπρὸν αὐγάζον [[φάος]] Λυκόφρ. 941. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-οῡς, ἡ, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) [[ημέρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται πιθ. με το θ. <i>τιτ</i>- του <i>Τιτᾶνες</i> και έχει σχηματιστεί με [[επίθημα]] -<i>ώ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>Λεχ</i>-<i>ώ</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:50, 29 September 2017
English (LSJ)
οῦς, ἡ,
A = ἡμέρα, day, Call.Fr.206, Lyc.941.
German (Pape)
[Seite 1121] οῦς, ἡ, poet. = ἡμέρα, der Tag, Callim. fr. 206 u. Lycophr. 541, wo Tzetz. zu vergl., von Titan abgeleitet.
Greek (Liddell-Scott)
τῑτώ: -οῦς, ἡ, = ἡμέρα, Καλλ. Ἀποσπ. 206· οὔπω τὸ τιτοῦς λαμπρὸν αὐγάζον φάος Λυκόφρ. 941.
Greek Monolingual
-οῡς, ἡ, Α
(ποιητ. τ.) ημέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με το θ. τιτ- του Τιτᾶνες και έχει σχηματιστεί με επίθημα -ώ (πρβλ. Λεχ-ώ)].