φιλόκομος: Difference between revisions

From LSJ

πολιτεύω πόλεμον ἐκ πολέμου → make perpetual war the principle of government

Source
(6_17)
(45)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φῐλόκομος''': -ον, ὁ ἀγαπῶν τὴν [[ἑαυτοῦ]] κόμην, Δίων Χρυσ. παρὰ Συνεσ. 64D, κλπ.
|lstext='''φῐλόκομος''': -ον, ὁ ἀγαπῶν τὴν [[ἑαυτοῦ]] κόμην, Δίων Χρυσ. παρὰ Συνεσ. 64D, κλπ.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) αυτός που αγαπά και περιποιείται πολύ τα μαλλιά του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κόμη]]), <b>πρβλ.</b> <i>ἀκρό</i>-<i>κομος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:50, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλόκομος Medium diacritics: φιλόκομος Low diacritics: φιλόκομος Capitals: ΦΙΛΟΚΟΜΟΣ
Transliteration A: philókomos Transliteration B: philokomos Transliteration C: filokomos Beta Code: filo/komos

English (LSJ)

ον,

   A fond of one's hair, D.Chr.Κομ. Ἐγκ. p.386 B.

German (Pape)

[Seite 1281] sein Haar liebend, pflegend, Synes.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλόκομος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὴν ἑαυτοῦ κόμην, Δίων Χρυσ. παρὰ Συνεσ. 64D, κλπ.

Greek Monolingual

-ον, Α
(κατά το λεξ. Σούδα) αυτός που αγαπά και περιποιείται πολύ τα μαλλιά του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -κομος (< κόμη), πρβλ. ἀκρό-κομος].