τόρος: Difference between revisions

From LSJ

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source
(Bailly1_5)
(41)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />burin.<br />'''Étymologie:''' [[τείρω]].
|btext=ου (ὁ) :<br />burin.<br />'''Étymologie:''' [[τείρω]].
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />[[γεωτρύπανο]], [[εργαλείο]] για το [[άνοιγμα]] φρεάτων ή λιθοκοπικό [[εργαλείο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>τορ</i>- του ρ. [[τείρω]] «[[διατρυπώ]]» (<b>πρβλ.</b> απαρμφ. αορ. <i>τορεῖν</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:50, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τόρος Medium diacritics: τόρος Low diacritics: τόρος Capitals: ΤΟΡΟΣ
Transliteration A: tóros Transliteration B: toros Transliteration C: toros Beta Code: to/ros

English (LSJ)

ὁ,

   A borer, drill, used in trying for water, etc., Philyll.18 (v. τορεύς), IG22.1673.36,54.

German (Pape)

[Seite 1130] ὁ, Schnitzmesser, Meißel, Grabstichel, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

τόρος: ὁ, (τείρω) ἐργαλεῖον φρεωρυχικόν, ἢ τρύπανον ἐν χρήσει πρὸς δοκιμὴν εἰ ὑπάρχει ὕδωρ ἔν τινι τόπῳ, Φιλύλλιος ἐν «Φρεωρύχῳ» 1, ἔνθα ἴδε Meineke.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
burin.
Étymologie: τείρω.

Greek Monolingual

ὁ, Α
γεωτρύπανο, εργαλείο για το άνοιγμα φρεάτων ή λιθοκοπικό εργαλείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη βαθμίδα τορ- του ρ. τείρω «διατρυπώ» (πρβλ. απαρμφ. αορ. τορεῖν)].