τραχηλισμός: Difference between revisions

From LSJ

Γυναικὸς ἐσθλῆς ἐπιτυχεῖν οὐ ῥᾴδιον → Certe invenire feminam haud facile est bonam → Ein braves Eheweib zu finden ist nicht leicht

Menander, Monostichoi, 94
(Bailly1_5)
(41)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />action de renverser qqn le cou en arrière.<br />'''Étymologie:''' [[τραχηλίζω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />action de renverser qqn le cou en arrière.<br />'''Étymologie:''' [[τραχηλίζω]].
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ [[τραχηλίζω]]<br />(στην [[πάλη]]) [[τέχνασμα]] με το οποίο ο [[παλαιστής]] προσπαθεί να συλλάβει τον αντίπαλό του από τον τράχηλο για να τον καταβάλει άμεσα και [[γρήγορα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> σπασμωδική [[συστολή]] του τραχήλου [[κατά]] τη [[διάρκεια]] επιληπτικού παροξυσμού, που επιφέρει [[δυσχέρεια]] στη φλεβική [[κυκλοφορία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[δυσκίνητος]] ή [[άκαμπτος]] [[τράχηλος]].
}}
}}

Revision as of 12:50, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρᾰχηλισμός Medium diacritics: τραχηλισμός Low diacritics: τραχηλισμός Capitals: ΤΡΑΧΗΛΙΣΜΟΣ
Transliteration A: trachēlismós Transliteration B: trachēlismos Transliteration C: trachilismos Beta Code: traxhlismo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A seizing by the neck, 'scragging', a trick in wrestling and ball-play, Plu.2.526e, Luc.Lex.5, Gal.Parv.Pil.2 (pl.), Ath.1.14f (pl.).    2 wry neck, stiff neck, Diocl.Fr.141 (pl.).

Greek (Liddell-Scott)

τρᾰχηλισμός: ὁ, τὸ τραχηλίζειν, λαμβάνειν τινὰ ἀπὸ τοῦ τραχήλου, τέχνασμα παλαιστικόν, Λουκ. Λεξιφ. 5, Πλούτ. 2. 527Ε, Ἀθήν. 14F.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
action de renverser qqn le cou en arrière.
Étymologie: τραχηλίζω.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ τραχηλίζω
(στην πάλη) τέχνασμα με το οποίο ο παλαιστής προσπαθεί να συλλάβει τον αντίπαλό του από τον τράχηλο για να τον καταβάλει άμεσα και γρήγορα
νεοελλ.
ιατρ. σπασμωδική συστολή του τραχήλου κατά τη διάρκεια επιληπτικού παροξυσμού, που επιφέρει δυσχέρεια στη φλεβική κυκλοφορία
αρχ.
δυσκίνητος ή άκαμπτος τράχηλος.