τρύγω: Difference between revisions
From LSJ
Ἡ γὰρ σιωπὴ μαρτυρεῖ τὸ μὴ θέλειν → Hominem non velle significat silentium → Das Schweigen zeugt davon, dass der, der schweigt, nicht will
(6_2) |
(42) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρύγω''': [[ξηραίνω]], Θεογνώστου Κανόνες 24. 20, Ἡσύχ. [[ἔνθα]]: «τρυγεῖ· ξηραίνει» ΙΙ. ἀμετάβ., [[γίνομαι]] [[ξηρός]], ξηραίνομαι, «τρύγει· ξηραίνεται» Ζωναρ. 1752, πρβλ. [[φρύγω]]. | |lstext='''τρύγω''': [[ξηραίνω]], Θεογνώστου Κανόνες 24. 20, Ἡσύχ. [[ἔνθα]]: «τρυγεῖ· ξηραίνει» ΙΙ. ἀμετάβ., [[γίνομαι]] [[ξηρός]], ξηραίνομαι, «τρύγει· ξηραίνεται» Ζωναρ. 1752, πρβλ. [[φρύγω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΜΑ<br /><b>1.</b> [[ξηραίνω]]<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[γίνομαι]] [[ξηρός]], ξηραίνομαι («ἔτρυγεν<br />ἐξηράνθη, ἐπὶ λίμνης», <b>Ησύχ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[τρυγώ]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:50, 29 September 2017
English (LSJ)
A dry, τρύγει· ξηραίνει, Theognost.Can.24; but τρυγεῖ· ξηραίνει, Hsch.; τρύγει· ξηραίνεται, Zonar. :—ἔτρυγεν· ἐξηράνθη, ἐπὶ λίμνης, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1155] trocknen, Hesych. Vgl. φρύγω.
Greek (Liddell-Scott)
τρύγω: ξηραίνω, Θεογνώστου Κανόνες 24. 20, Ἡσύχ. ἔνθα: «τρυγεῖ· ξηραίνει» ΙΙ. ἀμετάβ., γίνομαι ξηρός, ξηραίνομαι, «τρύγει· ξηραίνεται» Ζωναρ. 1752, πρβλ. φρύγω.
Greek Monolingual
ΜΑ
1. ξηραίνω
2. (αμτβ.) γίνομαι ξηρός, ξηραίνομαι («ἔτρυγεν
ἐξηράνθη, ἐπὶ λίμνης», Ησύχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. τρυγώ].