φρῖκος: Difference between revisions
From LSJ
αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.
(6_6) |
(45) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φρῖκος''': -εος, τό, = [[φρίκη]], [[φρικίασις]], «ἀνατριχίλα», Νικ. Θηρ. 778. | |lstext='''φρῖκος''': -εος, τό, = [[φρίκη]], [[φρικίασις]], «ἀνατριχίλα», Νικ. Θηρ. 778. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ίκεος, τὸ, Α<br />[[φρίκη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φρίξ]], <i>φρικός</i>, [[κατά]] τα σιγμόληκτα ουδ. σε -<i>ος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ῥῖγ</i>-<i>ος</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:51, 29 September 2017
English (LSJ)
εος, τό,
A = φρίκη, shivering, f.l. in Nic. Th.778.
German (Pape)
[Seite 1306] τό, poet. = φρίκη, Schauder, Nic. Th. 778.
Greek (Liddell-Scott)
φρῖκος: -εος, τό, = φρίκη, φρικίασις, «ἀνατριχίλα», Νικ. Θηρ. 778.
Greek Monolingual
-ίκεος, τὸ, Α
φρίκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρίξ, φρικός, κατά τα σιγμόληκτα ουδ. σε -ος (πρβλ. ῥῖγ-ος)].