συνερανισμός: Difference between revisions
From LSJ
Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein
(39) |
(39) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />contribution, collecte, cotisation.<br />'''Étymologie:''' [[συνερανίζω]]. | |btext=οῦ (ὁ) :<br />contribution, collecte, cotisation.<br />'''Étymologie:''' [[συνερανίζω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, Α [[συνερανίζω]]<br /><b>1.</b> [[συνεισφορά]] από κοινού με άλλους<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[συγκέντρωση]] δανείων γνώσεων, [[λογοκλοπή]]. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ, Α [[συνερανίζω]]<br /><b>1.</b> [[συνεισφορά]] από κοινού με άλλους<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[συγκέντρωση]] δανείων γνώσεων, [[λογοκλοπή]]. | |mltxt=ὁ, Α [[συνερανίζω]]<br /><b>1.</b> [[συνεισφορά]] από κοινού με άλλους<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[συγκέντρωση]] δανείων γνώσεων, [[λογοκλοπή]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:51, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A gathering in, collecting, Plu.2.992a.
Greek (Liddell-Scott)
συνερᾰνισμός: ὁ, τὸ συνερανίζειν, συλλέγειν, χαίρειν ἐῶσα τὸν παρ’ ἑτέρων διὰ μαθήσεως τοῦ φρονεῖν συνερανισμὸν Πλούτ. 2. 992Α.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
contribution, collecte, cotisation.
Étymologie: συνερανίζω.
Greek Monolingual
ὁ, Α συνερανίζω
1. συνεισφορά από κοινού με άλλους
2. μτφ. συγκέντρωση δανείων γνώσεων, λογοκλοπή.
Greek Monolingual
ὁ, Α συνερανίζω
1. συνεισφορά από κοινού με άλλους
2. μτφ. συγκέντρωση δανείων γνώσεων, λογοκλοπή.