ὑλιβάτης: Difference between revisions
Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt
(6_22) |
(42) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑλιβάτης''': ὑλίβατος, παρ’ Ἀντιφάν. ἐν «Κύκλωπι» 1, πλημμελ. γραφ. ἀντὶ [[ἠλίβατος]] ἢ -[[βάτης]], [[ὅπερ]] ὁ Meineke ἐπανορθοῖ· ἴδε τὴν λέξιν. | |lstext='''ὑλιβάτης''': ὑλίβατος, παρ’ Ἀντιφάν. ἐν «Κύκλωπι» 1, πλημμελ. γραφ. ἀντὶ [[ἠλίβατος]] ἢ -[[βάτης]], [[ὅπερ]] ὁ Meineke ἐπανορθοῖ· ἴδε τὴν λέξιν. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>βλ.</b> [[υλοβάτης]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:51, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῡ, ᾰ], ου, Dor. -τᾱς, ὁ, epith. of τράγος (
A ταῦρος Eust., unmetrically), Antiph.133.3 (anap., cod.A.Ath.; ἠλιβάτας Eust.); also δέλφακας ὑλιβάτους Anaxil.12 (lyr., cod.A Ath.): perh. =
A muclwalker (ὗλις), esp. in Anaxil. l.c., but ἠλιβάτας, -τους are prob. in both places: ὑλιβάταισι occurs with little context in IG22.4762 (i/ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 1177] ὁ, f. L. für ὑληβάτης oder ὑλοβάτης, Lob. Phryn. 637, findet sich Muc. Scaev. (IX, 217), u. τράγος Ath. IX, 402 e. Vgl. ἀλίβατος.
Greek (Liddell-Scott)
ὑλιβάτης: ὑλίβατος, παρ’ Ἀντιφάν. ἐν «Κύκλωπι» 1, πλημμελ. γραφ. ἀντὶ ἠλίβατος ἢ -βάτης, ὅπερ ὁ Meineke ἐπανορθοῖ· ἴδε τὴν λέξιν.
Greek Monolingual
ὁ, Α
βλ. υλοβάτης.