φυζάναι: Difference between revisions
From LSJ
τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)
(13) |
(45) |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=fuza/nai | |Beta Code=fuza/nai | ||
|Definition=(inf. of <b class="b3">Φύζημι</b>) <b class="b3">· φυγεῖν, δειλιάσαι</b>, Hsch. | |Definition=(inf. of <b class="b3">Φύζημι</b>) <b class="b3">· φυγεῖν, δειλιάσαι</b>, Hsch. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «φυγεῖν, δειλιάσαι».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. έχει προέλθει από το ουσ. [[φύζα]], παραμένει, όμως, [[δυσερμήνευτος]]. Πρόκειται πιθ. για απρμφ. ενός αθέματου ενεστ. σε -<i>μι</i> <i>φυζᾱμι</i>, [[οπότε]] θα έπρεπε να γραφεί <i>φυζᾶναι</i>, ή για απρμφ. αορ., [[οπότε]] θα [[πρέπει]] να διορθωθεί σε <i>φυζᾶσαι</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:51, 29 September 2017
English (LSJ)
(inf. of Φύζημι) · φυγεῖν, δειλιάσαι, Hsch.
Greek Monolingual
Α
(κατά τον Ησύχ.) «φυγεῖν, δειλιάσαι».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει προέλθει από το ουσ. φύζα, παραμένει, όμως, δυσερμήνευτος. Πρόκειται πιθ. για απρμφ. ενός αθέματου ενεστ. σε -μι φυζᾱμι, οπότε θα έπρεπε να γραφεί φυζᾶναι, ή για απρμφ. αορ., οπότε θα πρέπει να διορθωθεί σε φυζᾶσαι].