σύνωσις: Difference between revisions
From LSJ
Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
(6_9) |
(40) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σύνωσις''': ἡ, ([[συνωθέω]]) τὸ συνωθεῖν, [[συνώθησις]], στρύμωγμα, Πλάτ. Τίμ. 62Β· διώσεις ἢ σ. Ἀριστ. Φυσ. 7. 2, 4, πρβλ. ἄπωσις, [[ἄντωσις]], [[δίωσις]]. | |lstext='''σύνωσις''': ἡ, ([[συνωθέω]]) τὸ συνωθεῖν, [[συνώθησις]], στρύμωγμα, Πλάτ. Τίμ. 62Β· διώσεις ἢ σ. Ἀριστ. Φυσ. 7. 2, 4, πρβλ. ἄπωσις, [[ἄντωσις]], [[δίωσις]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ώσεως, ἡ, Α [[συνωθῶ]]<br />η [[ενέργεια]] του [[συνωθώ]], [[στρύμωγμα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:52, 29 September 2017
English (LSJ)
εως, ἡ, (συνωθέω)
A forcing together, compression, Pl.Ti.62b, Epicur.Ep.2p.49U., al., Paul.Aeg.6.73; διώσεις ἢ σ. Arist.Ph.243b9.
German (Pape)
[Seite 1039] ἡ, = συνώθησις, Plat. Tim. 62 b.
Greek (Liddell-Scott)
σύνωσις: ἡ, (συνωθέω) τὸ συνωθεῖν, συνώθησις, στρύμωγμα, Πλάτ. Τίμ. 62Β· διώσεις ἢ σ. Ἀριστ. Φυσ. 7. 2, 4, πρβλ. ἄπωσις, ἄντωσις, δίωσις.