Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

στρύμωγμα

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22

Greek Monolingual

και στρύμωμα και στρίμω(γ)μα, το, Ν [[στρυμώ(χ)νω / στριμώ(χ)νω]]
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του στρυμώχνω, συμπίεση ή στοίβαγμα
2. αμοιβαίο σπρώξιμο σε πυκνό πλήθος ανθρώπων, συνωστισμός
3. μτφ. α) έλλειψη δυνατότητας φυγής, το να βρίσκεται κανείς σε αδιέξοδο
β) δύσκολη θέση.