σχοίνισμα: Difference between revisions
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
(6_21) |
(40) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σχοίνισμα''': τό, [[μέρος]] τῆς γῆς μεμετρημένον διὰ σχοινίου, [[μερίδιον]], [[κλῆρος]], Ἑβδ. (Δευτ. ΛΒ΄, 9, Ἰησ. ΙΖ΄, 14, κ. ἀλλ.). 2) [[καθόλου]], [[διαίρεσις]], [[μερίδιον]], [[μέρος]] λαοῦ, [[αὐτόθι]] (Β΄ Βασιλ. Η΄, 2). | |lstext='''σχοίνισμα''': τό, [[μέρος]] τῆς γῆς μεμετρημένον διὰ σχοινίου, [[μερίδιον]], [[κλῆρος]], Ἑβδ. (Δευτ. ΛΒ΄, 9, Ἰησ. ΙΖ΄, 14, κ. ἀλλ.). 2) [[καθόλου]], [[διαίρεσις]], [[μερίδιον]], [[μέρος]] λαοῦ, [[αὐτόθι]] (Β΄ Βασιλ. Η΄, 2). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=τὸ, ΜΑ<br />[[τμήμα]] γης που έχει καταμετρηθεί με σχοίνο, [[κλήρος]] («[[σχοίνισμα]] κληρονομίας αὐτοῡ Ἰσραήλ», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καταμέτρηση]] τμήματος γης με σχοίνο<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> [[τμήμα]] λαού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σχοῖνος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ισμα</i>, μέσω αμάρτυρου [[σχοινίζω]] (<b>πρβλ.</b> <i>παρα</i>-[[σχοινίζω]]: <i>παρα</i>-[[σχοίνισμα]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:52, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A piece of land measured out by the σχοῖνος, portion, allotment, LXX De.32.9, Jo.17.14,al. 2 generally, division, portion of a people, ib.2 Ki.8.2.
German (Pape)
[Seite 1057] τό, die Ausmessung eines Landes, die Gränzbestimmung; ein Stück erobertes u. unter neue Ansiedler vertheiltes Land, oder ein Stück zum Ackerbau abgemessenes Land; LXX.
Greek (Liddell-Scott)
σχοίνισμα: τό, μέρος τῆς γῆς μεμετρημένον διὰ σχοινίου, μερίδιον, κλῆρος, Ἑβδ. (Δευτ. ΛΒ΄, 9, Ἰησ. ΙΖ΄, 14, κ. ἀλλ.). 2) καθόλου, διαίρεσις, μερίδιον, μέρος λαοῦ, αὐτόθι (Β΄ Βασιλ. Η΄, 2).
Greek Monolingual
τὸ, ΜΑ
τμήμα γης που έχει καταμετρηθεί με σχοίνο, κλήρος («σχοίνισμα κληρονομίας αὐτοῡ Ἰσραήλ», ΚΔ)
αρχ.
1. καταμέτρηση τμήματος γης με σχοίνο
2. συνεκδ. τμήμα λαού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχοῖνος + -ισμα, μέσω αμάρτυρου σχοινίζω (πρβλ. παρα-σχοινίζω: παρα-σχοίνισμα)].