φονοεργός: Difference between revisions

From LSJ

διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing

Source
(6_16)
 
(45)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''φονοεργός''': -όν, [[φονικός]]. Κ. Μανασσ. Χρον. 372, κλπ.
|lstext='''φονοεργός''': -όν, [[φονικός]]. Κ. Μανασσ. Χρον. 372, κλπ.
}}
{{grml
|mltxt=-όν, Μ<br />αυτός που διαπράττει φόνο, [[φονικός]] («ἐκ παλαμῶν φονοεργῶν», Κ. Μανασσ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φόνος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>εργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), <b>πρβλ.</b> [[λιθο]]-<i>εργός</i>].
}}
}}

Latest revision as of 12:52, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

φονοεργός: -όν, φονικός. Κ. Μανασσ. Χρον. 372, κλπ.

Greek Monolingual

-όν, Μ
αυτός που διαπράττει φόνο, φονικός («ἐκ παλαμῶν φονοεργῶν», Κ. Μανασσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φόνος + -εργός (< ἔργον), πρβλ. λιθο-εργός].