τετραφάρμακος: Difference between revisions

From LSJ

Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist

Menander, Monostichoi, 278
(6_18)
(41)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τετρᾰφάρμᾰκος''': -ον, ὁ συγκείμενος ἐκ τεσσάρων φαρμάκων· ὡς οὐσ. [[τετραφάρμακος]], ἡ, ἢ -[[φάρμακον]], τό, ἔμπλαστρον ἐκ κηροῦ, στέατος, πίσσης καὶ ῥητίνης, Φίλων 1. 433, Γαλην., Ἐρωτιαν. 308 ἐν λ. πισσήρην, ἣν ἑρμηνεύει: «κηρωτήν, τὴν τετραφάρμακον καλουμένην».
|lstext='''τετρᾰφάρμᾰκος''': -ον, ὁ συγκείμενος ἐκ τεσσάρων φαρμάκων· ὡς οὐσ. [[τετραφάρμακος]], ἡ, ἢ -[[φάρμακον]], τό, ἔμπλαστρον ἐκ κηροῦ, στέατος, πίσσης καὶ ῥητίνης, Φίλων 1. 433, Γαλην., Ἐρωτιαν. 308 ἐν λ. πισσήρην, ἣν ἑρμηνεύει: «κηρωτήν, τὴν τετραφάρμακον καλουμένην».
}}
{{grml
|mltxt=-ον, ΜΑ<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που αποτελείται από [[τέσσερα]] φάρμακα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[τετραφάρμακος]]<br />α) [[είδος]] εμπλάστρου από κηρό, [[στέαρ]], [[πίσσα]] και [[ρητίνη]]<br />β) οι πρώτες [[τέσσερεις]] «Κύριαι Δόξαι» του Επικούρου<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ τετραφάρμακον</i><br />το [[παραπάνω]] [[είδος]] εμπλάστρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[φάρμακον]] (<b>πρβλ.</b> <i>πεντα</i>-[[φάρμακος]])].
}}
}}

Revision as of 12:52, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετρᾰφάρμᾰκος Medium diacritics: τετραφάρμακος Low diacritics: τετραφάρμακος Capitals: ΤΕΤΡΑΦΑΡΜΑΚΟΣ
Transliteration A: tetraphármakos Transliteration B: tetrapharmakos Transliteration C: tetrafarmakos Beta Code: tetrafa/rmakos

English (LSJ)

ον,

   A compounded of four drugs:—as Subst., τετραφάρμακος, ἡ, a compound of wax, tallow, pitch, resin, Meno Iatr. 14.19, Ph.1.433 (= Stoic.2.154), Gal.1.242; also -κον, τό, Id.12.328.    II -κος, ἡ, metaph., of the first four Κύριαι Δόξαι of Epicurus, Phld.Herc.1005.4.

German (Pape)

[Seite 1100] aus vier Heilmitteln zusammengesetzt, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

τετρᾰφάρμᾰκος: -ον, ὁ συγκείμενος ἐκ τεσσάρων φαρμάκων· ὡς οὐσ. τετραφάρμακος, ἡ, ἢ -φάρμακον, τό, ἔμπλαστρον ἐκ κηροῦ, στέατος, πίσσης καὶ ῥητίνης, Φίλων 1. 433, Γαλην., Ἐρωτιαν. 308 ἐν λ. πισσήρην, ἣν ἑρμηνεύει: «κηρωτήν, τὴν τετραφάρμακον καλουμένην».

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
μσν.
αυτός που αποτελείται από τέσσερα φάρμακα
αρχ.
1. το θηλ. ως ουσ. τετραφάρμακος
α) είδος εμπλάστρου από κηρό, στέαρ, πίσσα και ρητίνη
β) οι πρώτες τέσσερεις «Κύριαι Δόξαι» του Επικούρου
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τετραφάρμακον
το παραπάνω είδος εμπλάστρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + φάρμακον (πρβλ. πεντα-φάρμακος)].