σωματότης: Difference between revisions

From LSJ

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source
(6_12)
(40)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σωμᾰτότης''': -ητος, ἡ, [[ἰδιότης]] σώματος, ἡ [[φύσις]] τοῦ σώματος, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 3. 85. Γαλην.
|lstext='''σωμᾰτότης''': -ητος, ἡ, [[ἰδιότης]] σώματος, ἡ [[φύσις]] τοῦ σώματος, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 3. 85. Γαλην.
}}
{{grml
|mltxt=-ητος, ἡ, ΜΑ [[σῶμα]], <i>σώματος</i>]<br />το να έχει [[κάτι]] ή [[κάποιος]] [[σώμα]], σωματική [[υπόσταση]].
}}
}}

Revision as of 12:52, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σωμᾰτότης Medium diacritics: σωματότης Low diacritics: σωματότης Capitals: ΣΩΜΑΤΟΤΗΣ
Transliteration A: sōmatótēs Transliteration B: sōmatotēs Transliteration C: somatotis Beta Code: swmato/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A corporeality, S.E.M.3.85, Gal.19.482, Plot.2.4.12, Theol.Ar.5, Iamb.Protr.21.

German (Pape)

[Seite 1060] ητος, ἡ, die Körperlichkeit, das Körpersein, S. Emp. adv. phys. 1, 371, oft.

Greek (Liddell-Scott)

σωμᾰτότης: -ητος, ἡ, ἰδιότης σώματος, ἡ φύσις τοῦ σώματος, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 3. 85. Γαλην.

Greek Monolingual

-ητος, ἡ, ΜΑ σῶμα, σώματος]
το να έχει κάτι ή κάποιος σώμα, σωματική υπόσταση.