τρυγηφάνιος: Difference between revisions
From LSJ
ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis
(6_2) |
(42) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρῠγηφάνιος''': [[οἶνος]], ὁ, [[δεύτερος]] [[οἶνος]] λαμβανόμενος ἐκ τῶν στεμφύλων, Λατ. lora, [[Πολυδ]]. ϛʹ, 17· οὕτω τρυγηφάνιον, τό, ὁ αὐτ. 7. 151· πρβλ. [[δευτερίας]]. | |lstext='''τρῠγηφάνιος''': [[οἶνος]], ὁ, [[δεύτερος]] [[οἶνος]] λαμβανόμενος ἐκ τῶν στεμφύλων, Λατ. lora, [[Πολυδ]]. ϛʹ, 17· οὕτω τρυγηφάνιον, τό, ὁ αὐτ. 7. 151· πρβλ. [[δευτερίας]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> (για [[κρασί]]) αυτός που λαμβάνεται από τα στέμφυλα, από την πολτώδη [[μάζα]] που απομένει [[μετά]] την [[έκθλιψη]] τών σταφυλιών, ο [[στεμφυλίτης]] ή [[δευτερίας]] [[οίνος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ τρυγηφάνιον</i><br />([[κατά]] τον <b>[[Πολυδ]].</b>) [[στεμφυλίτης]] [[οίνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τρύξ]], <i>τρυγός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>φάνιος</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>φαν</i>- του ρ. [[φαίνω]] /[[φαίνομαι]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:52, 29 September 2017
English (LSJ)
οἶνος, ὁ,
A second wine pressed from the husks, Poll.6.17; also τρῠγη-φάνιον, τό, Id.7.151: cf. δευτερίας.
Greek (Liddell-Scott)
τρῠγηφάνιος: οἶνος, ὁ, δεύτερος οἶνος λαμβανόμενος ἐκ τῶν στεμφύλων, Λατ. lora, Πολυδ. ϛʹ, 17· οὕτω τρυγηφάνιον, τό, ὁ αὐτ. 7. 151· πρβλ. δευτερίας.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. (για κρασί) αυτός που λαμβάνεται από τα στέμφυλα, από την πολτώδη μάζα που απομένει μετά την έκθλιψη τών σταφυλιών, ο στεμφυλίτης ή δευτερίας οίνος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τρυγηφάνιον
(κατά τον Πολυδ.) στεμφυλίτης οίνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρύξ, τρυγός + -φάνιος (< θ. φαν- του ρ. φαίνω /φαίνομαι)].