φύζω: Difference between revisions
From LSJ
ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα καὶ σκιὰ μόνον → human being is only a breath and a shadow, man is but a breath and a shadow
(13) |
(45) |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=fu/zw | |Beta Code=fu/zw | ||
|Definition=late Ion. for <b class="b3">φεύγω</b>, Heraclid. ap. <span class="bibl">Eust.1643.2</span>: part. aor. Pass. <b class="b3">φυζηθέντες</b> (as if from <b class="b3">φυζάομαι</b>) <span class="bibl">Nic.<span class="title">Th.</span>825</span>. | |Definition=late Ion. for <b class="b3">φεύγω</b>, Heraclid. ap. <span class="bibl">Eust.1643.2</span>: part. aor. Pass. <b class="b3">φυζηθέντες</b> (as if from <b class="b3">φυζάομαι</b>) <span class="bibl">Nic.<span class="title">Th.</span>825</span>. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br />(<b>επικ. τ.</b>) [[φεύγω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αμάρτυρος τ. ενεστ., την ύπαρξη του οποίου υποθέτουν ορισμένοι μελετητές, στην [[προσπάθεια]] να ερμηνεύσουν τον ομηρικό τ. μτχ. [[πεφυζότες]]. Ωστόσο, η [[άποψη]] αυτή δεν θεωρείται ιδιαίτερα πιθανή, [[αφού]] ο τ. [[πεφυζότες]] θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως μεταπλασμένος —για μετρικούς λόγους— τ. της μτχ. ενεργ. παρακμ. <i>πεφυγ</i>(<i>F</i>)<i>ότες</i> (από έναν αμάρτυρο τ. παρακμ. <i>πέφυγα</i> σχηματισμένο με αναδιπλασιασμό από τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας του [[φεύγω]], <b>πρβλ.</b> μτχ. μέσ. παρακμ. <i>πεφυγμένος</i>), κατ' [[επίδραση]] του [[φύζα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:52, 29 September 2017
English (LSJ)
late Ion. for φεύγω, Heraclid. ap. Eust.1643.2: part. aor. Pass. φυζηθέντες (as if from φυζάομαι) Nic.Th.825.
Greek Monolingual
Α
(επικ. τ.) φεύγω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αμάρτυρος τ. ενεστ., την ύπαρξη του οποίου υποθέτουν ορισμένοι μελετητές, στην προσπάθεια να ερμηνεύσουν τον ομηρικό τ. μτχ. πεφυζότες. Ωστόσο, η άποψη αυτή δεν θεωρείται ιδιαίτερα πιθανή, αφού ο τ. πεφυζότες θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως μεταπλασμένος —για μετρικούς λόγους— τ. της μτχ. ενεργ. παρακμ. πεφυγ(F)ότες (από έναν αμάρτυρο τ. παρακμ. πέφυγα σχηματισμένο με αναδιπλασιασμό από τη μηδενισμένη βαθμίδα της ρίζας του φεύγω, πρβλ. μτχ. μέσ. παρακμ. πεφυγμένος), κατ' επίδραση του φύζα.