ὑψερεφής: Difference between revisions
Δοῦλος γεγονὼς ἑτέρῳ <γε> δουλεύειν φοβοῦ → Servire in servitute servo alii time → Als Sklave wolle keinem Sklaven Sklave sein
(Autenrieth) |
(44) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=ές ([[ἐρέφω]]), [[ὑψηρεφής]]: [[high]]-[[roofed]]. | |auten=ές ([[ἐρέφω]]), [[ὑψηρεφής]]: [[high]]-[[roofed]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[ὑψηρεφής]], -ές, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ψηλή [[οροφή]], [[ψηλοτάβανος]] («ὑψερεφές μέγα [[δῶμα]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕψι</i> «[[ψηλά]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>ερεφής</i> / -<i>ηρεφής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἐρέφω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ἀμφ</i>-<i>ηρεφής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:53, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A high-roofed, high-vaulted, ὑ. μέγα δῶμα Il.5.213, 19.333; χαλκοβατὲς δῶ ὑψερεφές Od. 13.5; δώματα 4.757; ναός Ar.Nu. 306 (lyr.):—also ὑψηρεφής, ές, ὑψηρεφέος θαλάμοιο Il.9.582.
Greek (Liddell-Scott)
ὑψερεφής: -ές, ὁ ἔχων ὑψηλὴν ὀροφήν, ὑψ. μέγα δῶμα Ἰλ. Ε. 213, Τ. 333, Ὀδ.· χαλκοβατὲς δῶ ὑψερεφὲς Ν. 4· δώματα Δ. 757· ναὸς Ἀριστοφ. Νεφ. 305· ― ὡσαύτως ὑψηρεφής, ές, ὑψηρεφέος θαλάμοιο Ἰλ. Ι. 578. ― Πρβλ. ὑψόροφος.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
c. ὑψηρεφής.
English (Autenrieth)
ές (ἐρέφω), ὑψηρεφής: high-roofed.
Greek Monolingual
και ὑψηρεφής, -ές, Α
1. αυτός που έχει ψηλή οροφή, ψηλοτάβανος («ὑψερεφές μέγα δῶμα», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + -ερεφής / -ηρεφής (< ἐρέφω), πρβλ. ἀμφ-ηρεφής].