ὑψόροφος
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
English (LSJ)
ὑψόροφον, high-roofed, high-ceiled, θάλαμος Il.3.423, 24.192, Od.2.337, al.; οἶκον ἐς ὑψόροφον (with v.l. οἶκον ἐϋκτίμενον) 10.474, al.: cf. ὑψερεφής, ὑψώροφος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au toit ou au plafond élevé.
Étymologie: ὕψος, ὀροφή.
German (Pape)
mit hoher Decke, hochgewölbt; θάλαμος, οἶκος, Hom. oft; sp.D.; τριήρεις καταστρώμασιν ὑψόροφοι Plut. Them. 14.
Russian (Dvoretsky)
ὑψόροφος: с высокой кровлей, высокий (οἶκος, θάλαμος Hom.; τριήρεις Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑψόροφος: -ον, ὁ ἔχων ὑψηλὴν ὀροφήν, ὑψηλὴν στέγην, θάλαμος, οἶκος Ἰλ. Γ. 423, Ω. 192, Ὀδ. Β. 337, κ. ἀλλ.· πρβλ. ὑψερεφής.
English (Autenrieth)
(ὀροφή): with lofty covering, high-roofed.
Greek Monolingual
και ὑψώροφος, -ον, Α
αυτός που έχει ψηλή οροφή («ὁ δ' ὑψόροφον θάλαμον κατεβήσετο», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + -όροφος (< ὀροφή)].
Greek Monotonic
ὑψόροφος: -ον, αυτός που έχει υψηλή οροφή, αυτός που έχει υψηλή στέγη, σε Όμηρ.