ὑψόροφος

From LSJ

Μὴ πρὸς τὸ κέρδος πανταχοῦ πειρῶ βλέπειν → Noli perpetuo vertere oculos ad lucrumGewinnsucht habe nirgendwo allein im Blick

Menander, Monostichoi, 364
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑψόροφος Medium diacritics: ὑψόροφος Low diacritics: υψόροφος Capitals: ΥΨΟΡΟΦΟΣ
Transliteration A: hypsórophos Transliteration B: hypsorophos Transliteration C: ypsorofos Beta Code: u(yo/rofos

English (LSJ)

ὑψόροφον, high-roofed, high-ceiled, θάλαμος Il.3.423, 24.192, Od.2.337, al.; οἶκον ἐς ὑψόροφον (with v.l. οἶκον ἐϋκτίμενον) 10.474, al.: cf. ὑψερεφής, ὑψώροφος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au toit ou au plafond élevé.
Étymologie: ὕψος, ὀροφή.

German (Pape)

mit hoher Decke, hochgewölbt; θάλαμος, οἶκος, Hom. oft; sp.D.; τριήρεις καταστρώμασιν ὑψόροφοι Plut. Them. 14.

Russian (Dvoretsky)

ὑψόροφος: с высокой кровлей, высокий (οἶκος, θάλαμος Hom.; τριήρεις Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑψόροφος: -ον, ὁ ἔχων ὑψηλὴν ὀροφήν, ὑψηλὴν στέγην, θάλαμος, οἶκος Ἰλ. Γ. 423, Ω. 192, Ὀδ. Β. 337, κ. ἀλλ.· πρβλ. ὑψερεφής.

English (Autenrieth)

(ὀροφή): with lofty covering, high-roofed.

Greek Monolingual

και ὑψώροφος, -ον, Α
αυτός που έχει ψηλή οροφή («ὁ δ' ὑψόροφον θάλαμον κατεβήσετο», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + -όροφος (< ὀροφή)].

Greek Monotonic

ὑψόροφος: -ον, αυτός που έχει υψηλή οροφή, αυτός που έχει υψηλή στέγη, σε Όμηρ.

Middle Liddell

ὑψ-όροφος, ον,
high-roofed, high-ceiled, Hom.