τοπίτης: Difference between revisions

From LSJ
(6_3)
(41)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τοπίτης''': [ῑ], -ου, ὁ, ὁ ἀνήκων εἴς τινα τόπον ἢ ἐξ [[αὐτοῦ]] προερχόμενος, Στέφ. Βυζ.
|lstext='''τοπίτης''': [ῑ], -ου, ὁ, ὁ ἀνήκων εἴς τινα τόπον ἢ ἐξ [[αὐτοῦ]] προερχόμενος, Στέφ. Βυζ.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />αυτός που ανήκει σε έναν [[τόπο]] ή που προέρχεται από αυτόν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τόπος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]] (<b>πρβλ.</b> <i>πολ</i>-[[ίτης]])].
}}
}}

Revision as of 12:54, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τοπίτης Medium diacritics: τοπίτης Low diacritics: τοπίτης Capitals: ΤΟΠΙΤΗΣ
Transliteration A: topítēs Transliteration B: topitēs Transliteration C: topitis Beta Code: topi/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ,

   A of or belonging to a place, St.Byz. s.v. Αγρός, al.

Greek (Liddell-Scott)

τοπίτης: [ῑ], -ου, ὁ, ὁ ἀνήκων εἴς τινα τόπον ἢ ἐξ αὐτοῦ προερχόμενος, Στέφ. Βυζ.

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που ανήκει σε έναν τόπο ή που προέρχεται από αυτόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόπος + κατάλ. -ίτης (πρβλ. πολ-ίτης)].