τροχαντήρ: Difference between revisions

From LSJ

Πενίαν φέρειν καὶ γῆράς ἐστι δύσκολον → Tolerare inopiam cum senectute arduum est → Im Alter Armut zu ertragen ist gar schwer

Menander, Monostichoi, 461
(6_12)
(42)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τροχαντήρ''': ῆρος, ὁ, ἐν τῇ Ἀνατομικῇ τροχαντῆρες ἐκαλοῦντο ἀποφύσεις ἢ ἐκφύσεις κατὰ τὸ ἀνώτατον [[ἄκρον]] τοῦ ὀστοῦ τοῦ μηροῦ, [[ὑποκάτω]] τοῦ αὐχένος, εἰς ἃς καταφύονται οἱ μύες· ὁ [[ἀνώτερος]] τροχαντὴρ ὁ ἐπὶ τοῦ ἐξωτερικοῦ μέρους ἐκαλεῖτο ὁ [[μέγας]]· ὁ δὲ [[κατώτερος]] ὁ ἐπὶ τοῦ ἐσωτερκοῦ ἐκαλεῖτο ὁ [[μικρός]], Γαλην. τ. 2, σελ. 307, 773, ἔκδ. Kühn., «ἡ δὲ περὶ τῇ κεφαλῇ τοῦ μηροῦ τῶν ὀστῶν [[ἔκφυσις]] τροχαντὴρ ὀνομάζεται» [[Πολυδ]]. Β΄, 187. ΙΙ. [[μέρος]] τῆς πρύμνης τοῦ πλοίου, Ἡσύχ. ΙΙΙ. βασανιστικὸν [[ὄργανον]], ὡς ὁ [[τροχός]], Ἰωσήπ. Μακκ. 8· πρβλ. τροχὸς ΙΙ. 4.
|lstext='''τροχαντήρ''': ῆρος, ὁ, ἐν τῇ Ἀνατομικῇ τροχαντῆρες ἐκαλοῦντο ἀποφύσεις ἢ ἐκφύσεις κατὰ τὸ ἀνώτατον [[ἄκρον]] τοῦ ὀστοῦ τοῦ μηροῦ, [[ὑποκάτω]] τοῦ αὐχένος, εἰς ἃς καταφύονται οἱ μύες· ὁ [[ἀνώτερος]] τροχαντὴρ ὁ ἐπὶ τοῦ ἐξωτερικοῦ μέρους ἐκαλεῖτο ὁ [[μέγας]]· ὁ δὲ [[κατώτερος]] ὁ ἐπὶ τοῦ ἐσωτερκοῦ ἐκαλεῖτο ὁ [[μικρός]], Γαλην. τ. 2, σελ. 307, 773, ἔκδ. Kühn., «ἡ δὲ περὶ τῇ κεφαλῇ τοῦ μηροῦ τῶν ὀστῶν [[ἔκφυσις]] τροχαντὴρ ὀνομάζεται» [[Πολυδ]]. Β΄, 187. ΙΙ. [[μέρος]] τῆς πρύμνης τοῦ πλοίου, Ἡσύχ. ΙΙΙ. βασανιστικὸν [[ὄργανον]], ὡς ὁ [[τροχός]], Ἰωσήπ. Μακκ. 8· πρβλ. τροχὸς ΙΙ. 4.
}}
{{grml
|mltxt=-ῆρος, ὁ, Α<br /><b>βλ.</b> [[τροχαντήρας]].
}}
}}

Revision as of 12:54, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τροχαντήρ Medium diacritics: τροχαντήρ Low diacritics: τροχαντήρ Capitals: ΤΡΟΧΑΝΤΗΡ
Transliteration A: trochantḗr Transliteration B: trochantēr Transliteration C: trochantir Beta Code: troxanth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ, in Anatomy,

   A trochanter, i. e. either of two processes at the head of the thigh bone, Gal.UP15.8, cf. Id.2.309, 312, Epigr. ap. S.E.M.1.316sq.    II part of the stern of a ship, Hsch.    III an instrument of torture, LXX4 Ma.8.13 (v.l. -τήρια).

Greek (Liddell-Scott)

τροχαντήρ: ῆρος, ὁ, ἐν τῇ Ἀνατομικῇ τροχαντῆρες ἐκαλοῦντο ἀποφύσεις ἢ ἐκφύσεις κατὰ τὸ ἀνώτατον ἄκρον τοῦ ὀστοῦ τοῦ μηροῦ, ὑποκάτω τοῦ αὐχένος, εἰς ἃς καταφύονται οἱ μύες· ὁ ἀνώτερος τροχαντὴρ ὁ ἐπὶ τοῦ ἐξωτερικοῦ μέρους ἐκαλεῖτο ὁ μέγας· ὁ δὲ κατώτερος ὁ ἐπὶ τοῦ ἐσωτερκοῦ ἐκαλεῖτο ὁ μικρός, Γαλην. τ. 2, σελ. 307, 773, ἔκδ. Kühn., «ἡ δὲ περὶ τῇ κεφαλῇ τοῦ μηροῦ τῶν ὀστῶν ἔκφυσις τροχαντὴρ ὀνομάζεται» Πολυδ. Β΄, 187. ΙΙ. μέρος τῆς πρύμνης τοῦ πλοίου, Ἡσύχ. ΙΙΙ. βασανιστικὸν ὄργανον, ὡς ὁ τροχός, Ἰωσήπ. Μακκ. 8· πρβλ. τροχὸς ΙΙ. 4.

Greek Monolingual

-ῆρος, ὁ, Α
βλ. τροχαντήρας.