τροχαντήρας
Greek Monolingual
ο / τροχαντήρ, -ήρος, ΝΑ
ανατ. ονομασία δύο υποστρόγγυλων ογκωμάτων του μηριαίου οστού στο σημείο ένωσης του αυχένα με το σώμα του μηρού
νεοελλ.
1. ζωολ. α) καθεμία από τις αποφύσεις στο ανώτερο άκρο του μηριαίου οστού τών σπονδυλοζώων οι οποίες χρησιμεύουν για την άρθρωση με το λαγώνιο οστό
β) το δεύτερο τμήμα τών ποδιών τών εντόμων και τών αραχνών το οποίο βρίσκεται μεταξύ ισχίου και μηρού
2. φρ. α) «μείζων τροχαντήρας»
ανατ. ο ογκωδέστερος από τους δύο τροχαντήρες, στον οποίο προσφύονται πολλοί μύες και ο οποίος αποτελεί σημαντικό οδηγό σημείο στις χειρουργικές επεμβάσεις
β) «ελάσσων τροχαντήρας»
ανατ. κωνική απόφυση που βρίσκεται στην ένωση του αυχένα με την έσω επιφάνεια του οστού και στον οποίο προσφύεται ο λαγονοψοΐτης μυς
αρχ.
1. (κατά τον Ησύχ.) τμήμα της πρύμνης πλοίου
2. είδος οργάνου βασανισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τροχός ή τρόχος + κατάλ. -τήρ / -τήρας μέσω ενός ρ. τροχαίνω (πρβλ. θερμαν-τήρας). Τη λ., με την επιστημον. σημ., δανείστηκαν οι ξεν. γλώσσες (πρβλ. αγγλ. trochanter)].