ὑπολέθριος: Difference between revisions
From LSJ
ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends
(6_19) |
(44) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπολέθριος''': -ον, σχεδὸν [[ὀλέθριος]], ἐπικίνδυνος, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 118. | |lstext='''ὑπολέθριος''': -ον, σχεδὸν [[ὀλέθριος]], ἐπικίνδυνος, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 118. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br />[[σχεδόν]] [[θανάσιμος]], [[επικίνδυνος]] («τὰ κωματώδεα ῥίγεα ὑπολέθρια», Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ὀλέθριος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:55, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A almost fatal, dangerous, Hp.Coac.7.
German (Pape)
[Seite 1223] etwas verderblich, fast tödtlich, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπολέθριος: -ον, σχεδὸν ὀλέθριος, ἐπικίνδυνος, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 118.
Greek Monolingual
-ον, Α
σχεδόν θανάσιμος, επικίνδυνος («τὰ κωματώδεα ῥίγεα ὑπολέθρια», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ὀλέθριος.