χεδροπώδης: Difference between revisions
From LSJ
(6_7) |
(46) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χεδροπώδης''': -ες, [[ὅμοιος]] πρὸς χέδροπας, [[χεδροπώδης]] [[φύσις]] Φανίας παρ’ Ἀθην. 406C. | |lstext='''χεδροπώδης''': -ες, [[ὅμοιος]] πρὸς χέδροπας, [[χεδροπώδης]] [[φύσις]] Φανίας παρ’ Ἀθην. 406C. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ῶδες, Α [[χεδροπά]]<br />όμοιος με όσπριο. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:55, 29 September 2017
English (LSJ)
ες,
A like χεδροπά, φύσις Phaniasap.Ath.9.406c.
German (Pape)
[Seite 1341] ες, von der Art, der Beschaffenheit od. dem Ansehen der Hülsenfrüchte, φύσις, Ath. IX, 406 c.
Greek (Liddell-Scott)
χεδροπώδης: -ες, ὅμοιος πρὸς χέδροπας, χεδροπώδης φύσις Φανίας παρ’ Ἀθην. 406C.
Greek Monolingual
-ῶδες, Α χεδροπά
όμοιος με όσπριο.