σφυροδέτης: Difference between revisions
From LSJ
(6_19) |
(40) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σφῠροδέτης''': -ου, ὁ, (δέω) δεσμὸς τῶν σφυρῶν, «σφυροδέται· ἡ [[λέξις]] παρὰ τοῖς τὰ ἱπποτροφικά» Ἡσύχ. | |lstext='''σφῠροδέτης''': -ου, ὁ, (δέω) δεσμὸς τῶν σφυρῶν, «σφυροδέται· ἡ [[λέξις]] παρὰ τοῖς τὰ ἱπποτροφικά» Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> (<b>[[κυρίως]] στον πληθ.</b>) [[σφυροδέται]]<br />«ἡ [[λέξις]] παρὰ τοῑς τὰ ἱπποτροφικά».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σφυρόν]] <span style="color: red;">+</span> -[[δέτης]] (<span style="color: red;"><</span> <i>δέω</i> «[[δένω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>μαχαιρο</i>-[[δέτης]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:55, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 1052] ὁ, ein Band um die Knöchel, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
σφῠροδέτης: -ου, ὁ, (δέω) δεσμὸς τῶν σφυρῶν, «σφυροδέται· ἡ λέξις παρὰ τοῖς τὰ ἱπποτροφικά» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) (κυρίως στον πληθ.) σφυροδέται
«ἡ λέξις παρὰ τοῑς τὰ ἱπποτροφικά».
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφυρόν + -δέτης (< δέω «δένω»), πρβλ. μαχαιρο-δέτης.