σφυροδέτης: Difference between revisions

From LSJ

Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering

Sophocles, Antigone, 583
(6_19)
(40)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''σφῠροδέτης''': -ου, ὁ, (δέω) δεσμὸς τῶν σφυρῶν, «σφυροδέται· ἡ [[λέξις]] παρὰ τοῖς τὰ ἱπποτροφικά» Ἡσύχ.
|lstext='''σφῠροδέτης''': -ου, ὁ, (δέω) δεσμὸς τῶν σφυρῶν, «σφυροδέται· ἡ [[λέξις]] παρὰ τοῖς τὰ ἱπποτροφικά» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> (<b>[[κυρίως]] στον πληθ.</b>) [[σφυροδέται]]<br />«ἡ [[λέξις]] παρὰ τοῑς τὰ ἱπποτροφικά».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σφυρόν]] <span style="color: red;">+</span> -[[δέτης]] (<span style="color: red;"><</span> <i>δέω</i> «[[δένω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>μαχαιρο</i>-[[δέτης]].
}}
}}

Revision as of 12:55, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1052] ὁ, ein Band um die Knöchel, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

σφῠροδέτης: -ου, ὁ, (δέω) δεσμὸς τῶν σφυρῶν, «σφυροδέται· ἡ λέξις παρὰ τοῖς τὰ ἱπποτροφικά» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) (κυρίως στον πληθ.) σφυροδέται
«ἡ λέξις παρὰ τοῑς τὰ ἱπποτροφικά».
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφυρόν + -δέτης (< δέω «δένω»), πρβλ. μαχαιρο-δέτης.