τρίκαρπος: Difference between revisions
From LSJ
Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft
(6_18) |
(42) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρίκαρπος''': -ον, ὁ παράγων καρπὸν τρὶς τοῦ ἔτους, ἄρουραι Διον. Ἁλ. 1. 37. ΙΙ. = [[τριέτης]], Ἡσύχ. | |lstext='''τρίκαρπος''': -ον, ὁ παράγων καρπὸν τρὶς τοῦ ἔτους, ἄρουραι Διον. Ἁλ. 1. 37. ΙΙ. = [[τριέτης]], Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />αυτός που παράγει καρπό [[τρεις]] φορές τον χρόνο<br /><b>αρχ.</b><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «τρίκαρπον<br />τριετῆ».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[καρπός]] (<b>πρβλ.</b> <i>μυριό</i>-<i>καρπος</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:56, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A bearing fruit or crops thrice a year, ἄρουραι D.H.1.37. II = τριέτης, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1143] dreimal im Jahre Frucht bringend, D. Hal. 1, 37; Hesych. erkl. τριετής.
Greek (Liddell-Scott)
τρίκαρπος: -ον, ὁ παράγων καρπὸν τρὶς τοῦ ἔτους, ἄρουραι Διον. Ἁλ. 1. 37. ΙΙ. = τριέτης, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
αυτός που παράγει καρπό τρεις φορές τον χρόνο
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «τρίκαρπον
τριετῆ».
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + καρπός (πρβλ. μυριό-καρπος)].