συνεπιβάτης: Difference between revisions

From LSJ

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
(39)
 
(39)
Line 1: Line 1:
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. συνεπιβάτισσα Ν<br />[[επιβάτης]] στο ίδιο μεταφορικό [[μέσο]] και συγχρόνως με άλλον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[επιβάτης]]. Η λ., στον λόγιο τ. του πληθ. <i>συνεπιβάται</i>, μαρτυρείται από το 1884 στον Δ. Βικέλα].
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. συνεπιβάτισσα Ν<br />[[επιβάτης]] στο ίδιο μεταφορικό [[μέσο]] και συγχρόνως με άλλον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[επιβάτης]]. Η λ., στον λόγιο τ. του πληθ. <i>συνεπιβάται</i>, μαρτυρείται από το 1884 στον Δ. Βικέλα].
|mltxt=ο, θηλ. συνεπιβάτισσα Ν<br />[[επιβάτης]] στο ίδιο μεταφορικό [[μέσο]] και συγχρόνως με άλλον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[επιβάτης]]. Η λ., στον λόγιο τ. του πληθ. <i>συνεπιβάται</i>, μαρτυρείται από το 1884 στον Δ. Βικέλα].
}}
}}

Revision as of 12:56, 29 September 2017

Greek Monolingual

ο, θηλ. συνεπιβάτισσα Ν
επιβάτης στο ίδιο μεταφορικό μέσο και συγχρόνως με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + επιβάτης. Η λ., στον λόγιο τ. του πληθ. συνεπιβάται, μαρτυρείται από το 1884 στον Δ. Βικέλα].

Greek Monolingual

ο, θηλ. συνεπιβάτισσα Ν
επιβάτης στο ίδιο μεταφορικό μέσο και συγχρόνως με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + επιβάτης. Η λ., στον λόγιο τ. του πληθ. συνεπιβάται, μαρτυρείται από το 1884 στον Δ. Βικέλα].