χαμαιρεπής: Difference between revisions
From LSJ
Ἡ κοιλία καὶ πολλὰ χωρεῖ κὠλίγα → Ut multa venter accipit, sic paucula → Der Bauch fasst wenig, aber ebenso auch viel
(6_7) |
(46) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χᾰμαιρεπής''': -ές, ὁ [[χαμαὶ]] ῥέπων, [[χαμαίζηλος]], τῆς πεπατημένης καὶ χαμαιρεποῦς διανοίας Γρηγ. Νύσσ. τόμ. 2, σ. 188D· ἴδε τὸ ἑπόμ. - Ἐπίρρ χαμαιρεπῶς, «χαμαιζήλως· ἢ εἰς τὰ γήϊα ῥέπων» Ἡσύχ. | |lstext='''χᾰμαιρεπής''': -ές, ὁ [[χαμαὶ]] ῥέπων, [[χαμαίζηλος]], τῆς πεπατημένης καὶ χαμαιρεποῦς διανοίας Γρηγ. Νύσσ. τόμ. 2, σ. 188D· ἴδε τὸ ἑπόμ. - Ἐπίρρ χαμαιρεπῶς, «χαμαιζήλως· ἢ εἰς τὰ γήϊα ῥέπων» Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και χαμαιρρεπής, -ές, Α<br />[[χαμαίζηλος]], [[χαμαιπαγής]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>χαμαιρεπῶς</i> Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «χαμαιρεπῶς<br />χαμαιζήλως, ἢ εἰς τὰ γήϊα ῥέπων».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χαμ</i>(<i>αι</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ρεπής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ῥέπω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ἐπι</i>-<i>ρρεπής</i>, <i>ὀξυ</i>-<i>ρεπής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:56, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A creeping on the ground, grovelling, Gal.12.308. Adv. -πῶς Hsch. II cf. sq. 11.
Greek (Liddell-Scott)
χᾰμαιρεπής: -ές, ὁ χαμαὶ ῥέπων, χαμαίζηλος, τῆς πεπατημένης καὶ χαμαιρεποῦς διανοίας Γρηγ. Νύσσ. τόμ. 2, σ. 188D· ἴδε τὸ ἑπόμ. - Ἐπίρρ χαμαιρεπῶς, «χαμαιζήλως· ἢ εἰς τὰ γήϊα ῥέπων» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
και χαμαιρρεπής, -ές, Α
χαμαίζηλος, χαμαιπαγής.
επίρρ...
χαμαιρεπῶς Α
(κατά τον Ησύχ.) «χαμαιρεπῶς
χαμαιζήλως, ἢ εἰς τὰ γήϊα ῥέπων».
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι)- + -ρεπής (< ῥέπω), πρβλ. ἐπι-ρρεπής, ὀξυ-ρεπής].