υληγενής: Difference between revisions

From LSJ

τῷ ἄφρονι περιττεύει τὸ πάθος → the stupid man is carried away by passion

Source
(42)
(No difference)

Revision as of 12:56, 29 September 2017

Greek Monolingual

και ὑλογενής και ὑλιγενής, -ές, Α
κατασκευασμένος από ξύλο ή, κατ' άλλους, αυτός που γεννήθηκε στο δάσος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη + -γενής (< γένος < γίγνομαι), πρβλ. πυρι-γενής].