υληγενής

From LSJ

οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness

Source

Greek Monolingual

και ὑλογενής και ὑλιγενής, -ές, Α
κατασκευασμένος από ξύλο ή, κατ' άλλους, αυτός που γεννήθηκε στο δάσος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη + -γενής (< γένος < γίγνομαι), πρβλ. πυριγενής].