συσσεισμός: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich

Menander, Monostichoi, 341
(6_14)
(40)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''συσσεισμός''': ὁ, [[κίνησις]] ἢ ταραχὴ τῆς γῆς ἢ τοῦ ἀέρος, [[σεισμός]] ἢ [[καταιγίς]], [[λαῖλαψ]], συστροφὴ ἀνέμου, Ἑβδ. (Γ΄ Βασιλ. ΙΘ΄, 12, Β΄, 1).
|lstext='''συσσεισμός''': ὁ, [[κίνησις]] ἢ ταραχὴ τῆς γῆς ἢ τοῦ ἀέρος, [[σεισμός]] ἢ [[καταιγίς]], [[λαῖλαψ]], συστροφὴ ἀνέμου, Ἑβδ. (Γ΄ Βασιλ. ΙΘ΄, 12, Β΄, 1).
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, ΜΑ [[συσσείω]]<br />[[κίνηση]] ή [[ταραχή]] της γης ή του αέρα, [[σεισμός]] ή [[καταιγίδα]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> [[ταραχή]] του νου, [[ανησυχία]] του πνεύματος.
}}
}}

Revision as of 12:56, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συσσεισμός Medium diacritics: συσσεισμός Low diacritics: συσσεισμός Capitals: ΣΥΣΣΕΙΣΜΟΣ
Transliteration A: sysseismós Transliteration B: sysseismos Transliteration C: sysseismos Beta Code: susseismo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A commotion of earth or air, earthquake or hurricane, LXX 3 Ki.19.12, 4 Ki.2.1, Lyd.Ost.44.

Greek (Liddell-Scott)

συσσεισμός: ὁ, κίνησις ἢ ταραχὴ τῆς γῆς ἢ τοῦ ἀέρος, σεισμόςκαταιγίς, λαῖλαψ, συστροφὴ ἀνέμου, Ἑβδ. (Γ΄ Βασιλ. ΙΘ΄, 12, Β΄, 1).

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ συσσείω
κίνηση ή ταραχή της γης ή του αέρα, σεισμός ή καταιγίδα
μσν.
μτφ. ταραχή του νου, ανησυχία του πνεύματος.