συνεραστής: Difference between revisions

From LSJ

Κούφως φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Fiet levis fortuna, si leviter feras → Leicht muss man tragen das bestehende Geschick

Menander, Monostichoi, 280
(39)
(39)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> rival en amour;<br /><b>2</b> épris aussi de.<br />'''Étymologie:''' [[συνεράω]]¹.
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> rival en amour;<br /><b>2</b> épris aussi de.<br />'''Étymologie:''' [[συνεράω]]¹.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α [[ἐραστής]]<br />αυτός που αγαπά το ίδιο [[πράγμα]] με κάποιον [[άλλο]] («τῆς ἀληθείας συνεραστά», <b>Γρηγ. Ναζ.</b>).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α [[ἐραστής]]<br />αυτός που αγαπά το ίδιο [[πράγμα]] με κάποιον [[άλλο]] («τῆς ἀληθείας συνεραστά», <b>Γρηγ. Ναζ.</b>).
|mltxt=ὁ, Α [[ἐραστής]]<br />αυτός που αγαπά το ίδιο [[πράγμα]] με κάποιον [[άλλο]] («τῆς ἀληθείας συνεραστά», <b>Γρηγ. Ναζ.</b>).
}}
}}

Revision as of 12:56, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεραστής Medium diacritics: συνεραστής Low diacritics: συνεραστής Capitals: ΣΥΝΕΡΑΣΤΗΣ
Transliteration A: synerastḗs Transliteration B: synerastēs Transliteration C: synerastis Beta Code: sunerasth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A joint lover, Timocl.8.6; σ. τινῶν τῇ πόλει loving them jointly with . ., X.Smp.8.41, cf. Plot.5.8.10.

Greek (Liddell-Scott)

συνεραστής: -οῦ, ὁ, ὁ ἀπὸ κοινοῦ ἐραστής, Τιμολ. ἐν «Δρακοντίῳ» 1. 6. σ. τινός τινι, ὁ ἐρῶν τινος ἀπὸ κοινοῦ μετ’ ἄλλου, Ξεν. Συμπ. 8. 41.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 rival en amour;
2 épris aussi de.
Étymologie: συνεράω¹.

Greek Monolingual

ὁ, Α ἐραστής
αυτός που αγαπά το ίδιο πράγμα με κάποιον άλλο («τῆς ἀληθείας συνεραστά», Γρηγ. Ναζ.).

Greek Monolingual

ὁ, Α ἐραστής
αυτός που αγαπά το ίδιο πράγμα με κάποιον άλλο («τῆς ἀληθείας συνεραστά», Γρηγ. Ναζ.).