σύνταρρος: Difference between revisions
From LSJ
Τοὺς τῆς φύσεως οὐκ ἔστι λανθάνειν (μανθάνειν) νόμους → Legibus naturae non potest evadier → Naturgesetze keiner insgeheim verletzt
(6_15) |
(40) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σύνταρρος''': -ον, ([[ταρρός]], ταρσὸς) συμπεπλεγμένος, [[περίπλοκος]], σύνταρρα δένδρα, ἔχοντα συμπεπλεγμένας τὰς ῥίζας, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 7, 2., 10, 7. | |lstext='''σύνταρρος''': -ον, ([[ταρρός]], ταρσὸς) συμπεπλεγμένος, [[περίπλοκος]], σύνταρρα δένδρα, ἔχοντα συμπεπλεγμένας τὰς ῥίζας, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 7, 2., 10, 7. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> πλεγμένος, [[περίπλοκος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[δένδρον]] σύνταρρον» — [[δένδρο]] του οποίου οι ρίζες αυξάνονται συμπλεκόμενες με τις ρίζες άλλων δέντρων <b>(Θεόφρ.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ταρρός]], [[άλλος]] τ. του [[ταρσός]] «[[πλέγμα]], [[καλαμωτή]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:56, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, (ταρρός, ταρσός)
A interwoven, entangled, δένδρον σ. a tree with interlacing roots, ib.3.7.2, cf. 10.7.
Greek (Liddell-Scott)
σύνταρρος: -ον, (ταρρός, ταρσὸς) συμπεπλεγμένος, περίπλοκος, σύνταρρα δένδρα, ἔχοντα συμπεπλεγμένας τὰς ῥίζας, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 7, 2., 10, 7.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. πλεγμένος, περίπλοκος
2. φρ. «δένδρον σύνταρρον» — δένδρο του οποίου οι ρίζες αυξάνονται συμπλεκόμενες με τις ρίζες άλλων δέντρων (Θεόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ταρρός, άλλος τ. του ταρσός «πλέγμα, καλαμωτή»].