συφός: Difference between revisions
From LSJ
Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος → Concinnat luctus suspicacem et miseria → Leichtgläubig ist ein Mann im Unglück und im Leid
(6_14) |
(40) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σῠφός''': ὁ, = [[συφεός]], στένοντες ἄτας ἐν συφοῖσο φορβάδες, «χοίρων κοίταις, χοίρων μάνδραις» (Σχόλ.), Λυκόφρ. 676· «συφεοὶ καὶ συφοὶ καὶ χοιροκομεῖα» [[Πολυδ]]. Α΄, 251. | |lstext='''σῠφός''': ὁ, = [[συφεός]], στένοντες ἄτας ἐν συφοῖσο φορβάδες, «χοίρων κοίταις, χοίρων μάνδραις» (Σχόλ.), Λυκόφρ. 676· «συφεοὶ καὶ συφοὶ καὶ χοιροκομεῖα» [[Πολυδ]]. Α΄, 251. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, Α<br />[[χοιροστάσιο]], [[συφεός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. του [[συφεός]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:56, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A = συφεός, Lyc.676, Poll.7.187.
Greek (Liddell-Scott)
σῠφός: ὁ, = συφεός, στένοντες ἄτας ἐν συφοῖσο φορβάδες, «χοίρων κοίταις, χοίρων μάνδραις» (Σχόλ.), Λυκόφρ. 676· «συφεοὶ καὶ συφοὶ καὶ χοιροκομεῖα» Πολυδ. Α΄, 251.
Greek Monolingual
ὁ, Α
χοιροστάσιο, συφεός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του συφεός].