σύρισμα: Difference between revisions

From LSJ

Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n

Menander, Monostichoi, 149
(6_21)
(40)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σύρισμα''': τό, καὶ σῡρισμός, ὁ, μεταγεν. τύποι τοῦ [[σύριγμα]], -μός, τὸ πρῶτον παρ’ Ἡσυχ., Βασιλ.· τὸ δεύτερον ἐν Λουκ. Ἀναχάρσ. 32, Νόνν.
|lstext='''σύρισμα''': τό, καὶ σῡρισμός, ὁ, μεταγεν. τύποι τοῦ [[σύριγμα]], -μός, τὸ πρῶτον παρ’ Ἡσυχ., Βασιλ.· τὸ δεύτερον ἐν Λουκ. Ἀναχάρσ. 32, Νόνν.
}}
{{grml
|mltxt=το, ΝΑ<br /><b>βλ.</b> [[σύριγμα]].
}}
}}

Revision as of 12:56, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύρισμα Medium diacritics: σύρισμα Low diacritics: σύρισμα Capitals: ΣΥΡΙΣΜΑ
Transliteration A: sýrisma Transliteration B: syrisma Transliteration C: syrisma Beta Code: su/risma

English (LSJ)

[ῡ], ατος, τό, and συρ-ισμός, ὁ, later forms of σύριγμα, -μός; the former in Hsch.

   A s.v. ἄσθμα, the latter in LXX Jd.5.16, al., Luc. Anach.32.

German (Pape)

[Seite 1040] τό, = σύριγμα, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σύρισμα: τό, καὶ σῡρισμός, ὁ, μεταγεν. τύποι τοῦ σύριγμα, -μός, τὸ πρῶτον παρ’ Ἡσυχ., Βασιλ.· τὸ δεύτερον ἐν Λουκ. Ἀναχάρσ. 32, Νόνν.

Greek Monolingual

το, ΝΑ
βλ. σύριγμα.