σχιζίον: Difference between revisions

From LSJ

μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.

Source
(6_22)
(40)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σχιζίον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[σχίζα]]. [[Πολυδ]]. Ι΄, 111, Ἀλκίφρονος Ἀποσπ. β· [[τεμάχιον]] ἄρτου, Κύριλλ. Σκυθοπ. ἐν βίῳ Σαβ. 251Α.
|lstext='''σχιζίον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[σχίζα]]. [[Πολυδ]]. Ι΄, 111, Ἀλκίφρονος Ἀποσπ. β· [[τεμάχιον]] ἄρτου, Κύριλλ. Σκυθοπ. ἐν βίῳ Σαβ. 251Α.
}}
{{grml
|mltxt=τὸ, ΜΑ [[σχίζα]]<br />υποκορ. του [[σχίζα]]<br /><b>μσν.</b><br />[[τεμάχιο]] άρτου.
}}
}}

Revision as of 12:56, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σχιζίον Medium diacritics: σχιζίον Low diacritics: σχιζίον Capitals: ΣΧΙΖΙΟΝ
Transliteration A: schizíon Transliteration B: schizion Transliteration C: schizion Beta Code: sxizi/on

English (LSJ)

τό, Dim. of σχίζα, Poll.10.111, Alciphr.Fr.6.

German (Pape)

[Seite 1056] τό, dim. von σχίζα, Pol. 10, 111.

Greek (Liddell-Scott)

σχιζίον: τό, ὑποκορ. τοῦ σχίζα. Πολυδ. Ι΄, 111, Ἀλκίφρονος Ἀποσπ. β· τεμάχιον ἄρτου, Κύριλλ. Σκυθοπ. ἐν βίῳ Σαβ. 251Α.

Greek Monolingual

τὸ, ΜΑ σχίζα
υποκορ. του σχίζα
μσν.
τεμάχιο άρτου.