σφραγιστικός: Difference between revisions
From LSJ
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
(b) |
(40) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1052.png Seite 1052]] zum Siegeln gehörig, dienlich, Gloss. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1052.png Seite 1052]] zum Siegeln gehörig, dienlich, Gloss. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''σφρᾱγιστικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς σφράγισιν, Γλωσσ. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[σφραγιστικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[σφραγίζω]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[σφράγιση]] («[[σφραγιστικός]] [[κηρός]]» — το [[βουλλοκέρι]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η σφραγιστική</i><br />α) η [[σφραγιδογραφία]]<br />β) [[κλάδος]] της ιστορικής επιστήμης. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:56, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 1052] zum Siegeln gehörig, dienlich, Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
σφρᾱγιστικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς σφράγισιν, Γλωσσ.
Greek Monolingual
-ή, -ό / σφραγιστικός, -ή, -όν, ΝΑ σφραγίζω
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σφράγιση («σφραγιστικός κηρός» — το βουλλοκέρι)
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. η σφραγιστική
α) η σφραγιδογραφία
β) κλάδος της ιστορικής επιστήμης.