σφραγιστικός

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249

German (Pape)

[Seite 1052] zum Siegeln gehörig, dienlich, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

σφρᾱγιστικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς σφράγισιν, Γλωσσ.

Greek Monolingual

-ή, -ό / σφραγιστικός, -ή, -όν, ΝΑ σφραγίζω
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σφράγισησφραγιστικός κηρός» — το βουλλοκέρι)
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. η σφραγιστική
α) η σφραγιδογραφία
β) κλάδος της ιστορικής επιστήμης.