βουλλοκέρι

From LSJ

κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils

Source

Greek Monolingual

το
το ισπανικό κερί με το οποίο σφραγίζονται δέματα και επιστολές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βούλλα + κερί].