σωμασκίας: Difference between revisions
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)
(6_19) |
(40) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σωμασκίας''': -ου, ὁ, ὁ ἀσκούμενος, σωματικῶς, «σωμασκεῖν σωμασκίαι σεσωμασκηκὼς» [[Πολυδ]]. Γ΄, 154· ἐν Ἡρῳδιαν. Ἐπιμερ. 430: «[[σωμασκίας]], ὁ [[κατάσαρκος]]». | |lstext='''σωμασκίας''': -ου, ὁ, ὁ ἀσκούμενος, σωματικῶς, «σωμασκεῖν σωμασκίαι σεσωμασκηκὼς» [[Πολυδ]]. Γ΄, 154· ἐν Ἡρῳδιαν. Ἐπιμερ. 430: «[[σωμασκίας]], ὁ [[κατάσαρκος]]». | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>1.</b> αυτός που ασκεί το [[σώμα]] του, που ασχολείται με τον αθλητισμό<br /><b>2.</b> [[σωματώδης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σωμασκία]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίας</i> (<b>πρβλ.</b> <i>νεαν</i>-<i>ίας</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:56, 29 September 2017
English (LSJ)
ου, ὁ,
A one who takes bodily exercise, Poll.3.154; glossed by κατάσαρκος, Hdn.Epim.130.
Greek (Liddell-Scott)
σωμασκίας: -ου, ὁ, ὁ ἀσκούμενος, σωματικῶς, «σωμασκεῖν σωμασκίαι σεσωμασκηκὼς» Πολυδ. Γ΄, 154· ἐν Ἡρῳδιαν. Ἐπιμερ. 430: «σωμασκίας, ὁ κατάσαρκος».
Greek Monolingual
ὁ, Α
1. αυτός που ασκεί το σώμα του, που ασχολείται με τον αθλητισμό
2. σωματώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σωμασκία + κατάλ. -ίας (πρβλ. νεαν-ίας)].