ταγγή: Difference between revisions
From LSJ
Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht
(13_1) |
(40) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1063.png Seite 1063]] ἡ, auch [[τάγγος]], τό, 1) das Ranzigsein, -werden. Daher – 2) eine Art Geschwulst, Hippocr. u. sp. Medic. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1063.png Seite 1063]] ἡ, auch [[τάγγος]], τό, 1) das Ranzigsein, -werden. Daher – 2) eine Art Geschwulst, Hippocr. u. sp. Medic. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η, ΝΑ, και [[ταγκή]] και [[τάγγη]] Ν<br />[[τάγγιση]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] φύματος («τὰ ὑπὸ τὸ [[δέρμα]] ἀφιστάμενα ἐς τὰ ἔξω φύματα, οἶον ταγγαί», Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η [[σύνδεση]] της λ. με τους τ.: αρχ. άνω γερμ. <i>stanc</i> «άσχημη [[μυρωδιά]], [[βρόμα]]» (<b>πρβλ.</b> γερμ. <i>stinken</i> «βρομάω») και αρχ. νορβ. <i>st?kr</i> «με άσχημη [[μυρωδιά]]» προσκρούει σε μορφολογικές δυσχέρειες]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:56, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ, (ταγγός)
A rancidity, Alex.Aphr.Pr.2.70. II a kind of scrofulous tumour, Hp.Epid.2.1.7.
German (Pape)
[Seite 1063] ἡ, auch τάγγος, τό, 1) das Ranzigsein, -werden. Daher – 2) eine Art Geschwulst, Hippocr. u. sp. Medic.
Greek Monolingual
η, ΝΑ, και ταγκή και τάγγη Ν
τάγγιση
αρχ.
είδος φύματος («τὰ ὑπὸ τὸ δέρμα ἀφιστάμενα ἐς τὰ ἔξω φύματα, οἶον ταγγαί», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση της λ. με τους τ.: αρχ. άνω γερμ. stanc «άσχημη μυρωδιά, βρόμα» (πρβλ. γερμ. stinken «βρομάω») και αρχ. νορβ. st?kr «με άσχημη μυρωδιά» προσκρούει σε μορφολογικές δυσχέρειες].