σχοινοδρόμος: Difference between revisions
From LSJ
Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn
(6_15) |
(40) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σχοινοδρόμος''': ὁ, ὁ τρέχων ἐπὶ [[σχοινίων]], ὁ ἐν τῇ νηῒ σχ. Ἡσύχ. | |lstext='''σχοινοδρόμος''': ὁ, ὁ τρέχων ἐπὶ [[σχοινίων]], ὁ ἐν τῇ νηῒ σχ. Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />ελκόμενο [[ντεκοβίλ]] χρησιμοποιούμενο σε ορυχεία και σε [[μεταλλεία]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που τρέχει, που βαδίζει [[πάνω]] σε [[σχοινί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σχοῖνος]] <span style="color: red;">+</span> -[[δρόμος]] (<span style="color: red;"><</span> [[δρόμος]]), <b>πρβλ.</b> <i>πελαγο</i>-[[δρόμος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:57, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A rope-climber, ὁ ἐν τῇ νηΐ σ. Hsch. s.v. σχοινίον.
German (Pape)
[Seite 1057] auf dem Seile laufend, gehend, Hesych. v. σχοινίον.
Greek (Liddell-Scott)
σχοινοδρόμος: ὁ, ὁ τρέχων ἐπὶ σχοινίων, ὁ ἐν τῇ νηῒ σχ. Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ
νεοελλ.
ελκόμενο ντεκοβίλ χρησιμοποιούμενο σε ορυχεία και σε μεταλλεία
αρχ.
αυτός που τρέχει, που βαδίζει πάνω σε σχοινί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχοῖνος + -δρόμος (< δρόμος), πρβλ. πελαγο-δρόμος.