Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σωματοπράτης: Difference between revisions

From LSJ
Sophocles, Antigone, 781
(6_3)
 
(40)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''σωμᾰτοπράτης''': [ᾱ], -ου, ὁ, ὁ πωλῶν δούλου., [[σωματέμπορος]], Βυζ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 536.
|lstext='''σωμᾰτοπράτης''': [ᾱ], -ου, ὁ, ὁ πωλῶν δούλου., [[σωματέμπορος]], Βυζ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 536.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Μ<br />[[δουλέμπορος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σῶμα]], <i>σώματος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[πράτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[πράτης]]), <b>πρβλ.</b> <i>ἀρτο</i>-[[πράτης]].
}}
}}

Revision as of 12:57, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

σωμᾰτοπράτης: [ᾱ], -ου, ὁ, ὁ πωλῶν δούλου., σωματέμπορος, Βυζ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 536.

Greek Monolingual

ὁ, Μ
δουλέμπορος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + -πράτης (< πράτης), πρβλ. ἀρτο-πράτης.