ταχυπέτης: Difference between revisions
From LSJ
διὰ τί αἱ μεγάλαι ὑπερβολαὶ νοσώδεις → why are great excesses disease-producing
(6_7) |
(40) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τᾰχῠπέτης''': -ες, ἢ πετής, ές, ([[πέτομαι]]) ὁ [[ταχέως]] πετόμενος, Σουΐδ., Εὐστ.· ― περὶ τοῦ τονισμοῦ τῆς λέξεως ταύτης ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογ. τόμ. 1. σ. 313 κἑξ., ἀλλ’ ἴδε καὶ σ. 309 κἑξ. | |lstext='''τᾰχῠπέτης''': -ες, ἢ πετής, ές, ([[πέτομαι]]) ὁ [[ταχέως]] πετόμενος, Σουΐδ., Εὐστ.· ― περὶ τοῦ τονισμοῦ τῆς λέξεως ταύτης ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογ. τόμ. 1. σ. 313 κἑξ., ἀλλ’ ἴδε καὶ σ. 309 κἑξ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο / [[ταχυπέτης]] -ύπετες, Ν ΜΑ, και ταχυπετής, -ές, ΜΑ <b>νεοελλ.</b> <b>ζωολ.</b> [[λόγια]] [[ονομασία]] γένους νηκτικών πτηνών<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(κυριολ. και μτφ.) [[ταχύπτερος]], αυτός που [[πετά]] [[γρήγορα]] («φθάνει τὸ τοῡ θανάτου ταχυπετὲς καὶ ὀξυδρόμον», Λεξ. [[Σούδα]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ταχυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πέτης</i> / -<i>πετής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πέτομαι]]), <b>πρβλ.</b> <i>ὑψι</i>-<i>πέτης</i> / <i>ὑψι</i>-<i>πετής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:57, 29 September 2017
English (LSJ)
ες, or τᾰχῠ-πετής, ές, (πέτομαι)
A flying fast, Suid. s.v. ὠκύπτερον.
German (Pape)
[Seite 1076] ες, schnell fliegend, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰχῠπέτης: -ες, ἢ πετής, ές, (πέτομαι) ὁ ταχέως πετόμενος, Σουΐδ., Εὐστ.· ― περὶ τοῦ τονισμοῦ τῆς λέξεως ταύτης ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογ. τόμ. 1. σ. 313 κἑξ., ἀλλ’ ἴδε καὶ σ. 309 κἑξ.
Greek Monolingual
ο / ταχυπέτης -ύπετες, Ν ΜΑ, και ταχυπετής, -ές, ΜΑ νεοελλ. ζωολ. λόγια ονομασία γένους νηκτικών πτηνών
μσν.-αρχ.
(κυριολ. και μτφ.) ταχύπτερος, αυτός που πετά γρήγορα («φθάνει τὸ τοῡ θανάτου ταχυπετὲς καὶ ὀξυδρόμον», Λεξ. Σούδα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ- + -πέτης / -πετής (< πέτομαι), πρβλ. ὑψι-πέτης / ὑψι-πετής].